- βέντο
- το мор. ветер;
σόττο- βέντο — а) подветренная сторона; — б) с подветренной стороны;
σόπρα- βέντο — а) наветренная сторона; — б) с наветренной стороны
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σόττο- βέντο — а) подветренная сторона; — б) с подветренной стороны;
σόπρα- βέντο — а) наветренная сторона; — б) с наветренной стороны
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βέντο — το [ιταλ. vento = άνεμος] 1. α ή β συνθετικό κοινής ονομασίας του ιστιοφόρου 2. φρ. α) «σόπρα βέντο» προσήνεμος θ) «σότο βέντο» απάνεμος … Dictionary of Greek
σότο — και σόττο Ν επίρρ. 1. κάτω, από κάτω 2. χαμηλά, σε χαμηλή θέση 3. φρ. α) «σότο βότσε» με χαμηλή φωνή β) «σότο βέντο» ναυτ. απάνεμα, υπήνεμα γ) «σότο παλάνγκο» ναυτ. διεθνής όρος σε ναυλοσύμφωνα, σύμφωνα με τον οποίο ο παραλήπτης τού φορτίου είναι … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek